Θεσπία

Θεσπία
Θεσπίᾱ , Θεσπίης
masc/fem acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θεσπιά — Θεσπιός neut nom/voc/acc pl Θεσπιά̱ , Θεσπιός fem nom/voc/acc dual Θεσπιά̱ , Θεσπιός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσπια — θέσπιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσπιάς — Θεσπιά̱ς , Θεσπίη fem acc pl Θεσπιά̱ς , Θεσπιός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσπίας — Θεσπίᾱς , Θεσπίη fem acc pl Θεσπίᾱς , Θεσπίης masc/fem acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσπιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας. Βρισκόταν περίπου 15 χλμ. ΝΔ της Θήβας. Σε αυτήν υπάγονταν και οι βοιωτικές πόλεις Άσκρη, Λεύκτρα, Κερησσός και Κρεύσις, επίνειο των Θ. στον Κορινθιακό. Η πόλη πήρε την ονομασία της από τον ομώνυμο γιο του Ερεχθέα και… …   Dictionary of Greek

  • ФЕСПИЯ —    • Thespĭa, ae          (Θέσπεια, Ноm. Il. 2, 478 и Hdt. 8, 20. Θέσπια. Paus. 9, 26, 6, впоследствии всегда Θεσπ(ε)ιαί), очень древний и значительный город Беотии, на западе от Фив, с южной стороны Геликона; в нем находился знаменитый храм… …   Реальный словарь классических древностей

  • Thespia — THESPIA, æ, Gr. Θεσπία, ας, (⇒ Tab. XXIV.) des Asopus und der Methone Tochter, Diod. Sic. l. IV. c. 74. p. 190. von welcher die Stadt Thespia, in Böotien, den Namen bekommen haben soll. Pausan. Bœot. c. 26. p. 580. Einige machen eine Thespia zur… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον …   Dictionary of Greek

  • ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… …   Dictionary of Greek

  • ευρύπυλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορμένιου της Θεσσαλίας, γιος του Ευδαίμονα. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης. Εκστράτευσε εναντίον της Τροίας με 40 πλοία. Τον τραυμάτισε ο Πάρις, αλλά τον θεράπευσε ο Πάτροκλος. Ήταν ένας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”